- μοναρχεία
- μοναρχ-εία, ἡ, poet. for μοναρχία, Hymn.Is.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναρχεία — μοναρχεία, ἡ (Α) μοναρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού μοναρχία] … Dictionary of Greek
μοναρχείας — μοναρχείᾱς , μοναρχεία fem acc pl μοναρχείᾱς , μοναρχεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)